- μορόεις
- μορόεις, -εσσα, -εν (Α)1. αυτός που είναι κατασκευασμένος με πολύ κόπο και τέχνη («τρίγληνα μορόεντα», Ομ. Ιλ.)2. θανατηφόρος, ολέθριος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μορόεις στη φρ. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα (Ιλ. Ξ 183 και Οδ. σ. 298) ερμηνεύθηκε ως «σκουλαρίκια με τρία πετράδια που μοιάζουν με μούρα», οπότε η λ. συνδέεται με το μόρον* «μούρο». Κατ' άλλη άποψη, η λ. παράγεται από μόρος* + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις) και ερμηνεύθηκε ως «αυτός που κατασκευάστηκε με κόπο». Η λ. χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς και ως επιθ. τού τείχη «όπλα»].
Dictionary of Greek. 2013.